τεμπεσίρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεμπεσίρι τα τεμπεσίρια
      γενική του τεμπεσιριού των τεμπεσιριών
    αιτιατική το τεμπεσίρι τα τεμπεσίρια
     κλητική τεμπεσίρι τεμπεσίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεμπεσίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tebeşir (κιμωλία) < περσική تباشير (tabāşīr)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τεμπεσίρι ουδέτερο

  1. η κιμωλία [2]
  2. (μεταφορικά) η πίστωση [3]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. τεμπεσίρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό