τενοντίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τενοντίτιδα < τένοντας + -ίτιδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τενοντίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή των τενόντων του μυοσκελετικού συστήματος του ανθρώπου, που προκαλεί μεγάλη μείωση της κινητικότητας και της ισχύος των μυών, αφαιρώντας την ικανότητα από τον ασθενή να επιτελέσει τις καθημερινές του δραστηριότητες