τεντωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τεντώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
τεντωμένος, -η, -ο
- που έχει τεντωθεί
- (μεταφορικά) που διακατέχεται από ένταση ή άγχος, που δεν είναι χαλαρός ψυχικά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (βαδίζω) σε τεντωμένο σχοινί: κάνω κάτι ριψοκίνδυνο που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς (μεταφορά από το βάδισμα του σχοινοβάτη)