τεντώσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν υπάρχει, και σε τι χρήση sarri.greek (συζήτηση) 21:34, 4 Δεκεμβρίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεντώσιμος η τεντώσιμη το τεντώσιμο
      γενική του τεντώσιμου της τεντώσιμης του τεντώσιμου
    αιτιατική τον τεντώσιμο την τεντώσιμη το τεντώσιμο
     κλητική τεντώσιμε τεντώσιμη τεντώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεντώσιμοι οι τεντώσιμες τα τεντώσιμα
      γενική των τεντώσιμων των τεντώσιμων των τεντώσιμων
    αιτιατική τους τεντώσιμους τις τεντώσιμες τα τεντώσιμα
     κλητική τεντώσιμοι τεντώσιμες τεντώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεντώσιμος < τεντωσ- (τεντώνω) + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

τεντώσιμος

  • που μπορεί να τεντωθεί (συνήθως για ελαστικά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]