τερατογένεσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τερατογένεσης θηλυκό
- γενική ενικού του τερατογένεση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- τερατογενέσεως (λόγιο)