τερερέμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τερερέμ < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τερερέμ ουδέτερο άκλιτο