τεριρέμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεριρέμ < (ηχομιμητική λέξη) (ενδεχομένως < αραβικά τέρενουμ=ψαλμωδία, τερέτισμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεριρέμ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]