τεριρέμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεριρέμ < (ηχομιμητική λέξη) (ενδεχομένως < αραβικά τέρενουμ=ψαλμωδία, τερέτισμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεριρέμ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) λέξη χωρίς σημαινόμενο που επαναλαμβάνεται με παραλλαγές σε μια εκκλησιαστική ακολουθία, προκειμένου αυτή η τελευταία να παραταθεί, δημιουργώντας ευχάριστα ακούσματα και βιώματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεριρέμ
|