τερμιτόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τερμιτόφιλος, -η, -ο
- (εντομολογία) (για κάποια έντομα, τις σταφυλινίδες, είδος κολεόπτερου) που συνοικεί με τερμίτες στην τερμιτοφωλιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- τερμιτοφιλία
- → δείτε τις λέξεις τερμίτης και φίλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τερμιτόφιλος
|