τεστάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
τεστάρω (παθητική φωνή: τεστάρομαι)
- κάνω κάποιο τεστ, υποβάλλω σε διαγνωστικές δοκιμασίες, εξετάζω
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τεστ