τεταρτιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεταρτιασμός οι τεταρτιασμοί
      γενική του τεταρτιασμού των τεταρτιασμών
    αιτιατική τον τεταρτιασμό τους τεταρτιασμούς
     κλητική τεταρτιασμέ τεταρτιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεταρτιασμός < τεταρτιάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεταρτιασμός, αρσενικό

  • είδος θανατικής ποινής, στην οποία τέσσερα ζώα τραβούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις τα μέλη ενός ανθρώπου, με αποτέλεσμα τον διαμελισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]