τετελεσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετελεσμένος η τετελεσμένη το τετελεσμένο
      γενική του τετελεσμένου της τετελεσμένης του τετελεσμένου
    αιτιατική τον τετελεσμένο την τετελεσμένη το τετελεσμένο
     κλητική τετελεσμένε τετελεσμένη τετελεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετελεσμένοι οι τετελεσμένες τα τετελεσμένα
      γενική των τετελεσμένων των τετελεσμένων των τετελεσμένων
    αιτιατική τους τετελεσμένους τις τετελεσμένες τα τετελεσμένα
     κλητική τετελεσμένοι τετελεσμένες τετελεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετελεσμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετελεσμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.te.leˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐τε‐λε‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

τετελεσμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό

  1. λόγιο συνώνυμο του τελειωμένος: που έχει ήδη γίνει, που έχει ήδη πραγματοποιηθεί και οριστικοποιηθεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη τετελεσμένο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τελειώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τετελεσμένος τετελεσμένη τὸ τετελεσμένον
      γενική τοῦ τετελεσμένου τῆς τετελεσμένης τοῦ τετελεσμένου
      δοτική τῷ τετελεσμέν τῇ τετελεσμέν τῷ τετελεσμέν
    αιτιατική τὸν τετελεσμένον τὴν τετελεσμένην τὸ τετελεσμένον
     κλητική ! τετελεσμένε τετελεσμένη τετελεσμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τετελεσμένοι αἱ τετελεσμέναι τὰ τετελεσμέν
      γενική τῶν τετελεσμένων τῶν τετελεσμένων τῶν τετελεσμένων
      δοτική τοῖς τετελεσμένοις ταῖς τετελεσμέναις τοῖς τετελεσμένοις
    αιτιατική τοὺς τετελεσμένους τὰς τετελεσμένᾱς τὰ τετελεσμέν
     κλητική ! τετελεσμένοι τετελεσμέναι τετελεσμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τετελεσμένω τὼ τετελεσμέν τὼ τετελεσμένω
      γεν-δοτ τοῖν τετελεσμένοιν τοῖν τετελεσμέναιν τοῖν τετελεσμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

τετελεσμένος, -η, -ον