τετράζωτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράζωτο τα τετράζωτα
      γενική του τετραζώτου
τετράζωτου
των τετραζώτων
    αιτιατική το τετράζωτο τα τετράζωτα
     κλητική τετράζωτο τετράζωτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετράζωτο < τετρά- + -ζωτο (< άζωτο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετράζωτο ουδέτερο

  1. (χημεία): ασταθής πολυαζωτούχα χημική ένωση που φέρει τέσσερα άτομα αζώτου, με χημικό τύπο N4 και με διάρκεια ζωής μόλις ένα μικροδευτερόλεπτο
    το τετράζωτο παράχθηκε και απομονώθηκε τον Ιανουάριο του 2002 στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα (Ρώμη)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]