τετράθυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράθυρος, -η, -ο
- αυτός/η/ο που φέρει τέσσερις θύρες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράθυρος
|