τετράστοος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράστοος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο για ρωμαϊκό οικοδόμημα, ή αίθριο
- αυτός που περιλαμβάνει τέσσερις στοές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράστοος
|