τετράστοος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράστοος η τετράστοη το τετράστοο
      γενική του τετράστοου της τετράστοης του τετράστοου
    αιτιατική τον τετράστοο την τετράστοη το τετράστοο
     κλητική τετράστοε τετράστοη τετράστοο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράστοοι οι τετράστοες τα τετράστοα
      γενική των τετράστοων των τετράστοων των τετράστοων
    αιτιατική τους τετράστοους τις τετράστοες τα τετράστοα
     κλητική τετράστοοι τετράστοες τετράστοα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετράστοος < τετρα- + στοά

Επίθετο[επεξεργασία]

τετράστοος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο για ρωμαϊκό οικοδόμημα, ή αίθριο

  • αυτός που περιλαμβάνει τέσσερις στοές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]