τετραγωνοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετραγωνοπρόσωπος, -η, -ο
- αυτός που έχει τετράγωνο πρόσωπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραγωνοπρόσωπος
|