τετραδάκτυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετραδάκτυλος, -η, -ο
- αυτός που έχει διάσταση το πλάτος τεσσάρων δακτύλων χειρός ενήλικου ατόμου, δηλαδή μιας παλαιστής, ή 8,2 εκατοστά (κατά βυζαντινή μετρολογία)
- (ζωολογία): το ζώο που φέρει στα μπροστινά του πόδια τέσσερα δάκτυλα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραδάκτυλος
|