τετραδύστυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραδύστυχος η τετραδύστυχη το τετραδύστυχο
      γενική του τετραδύστυχου της τετραδύστυχης του τετραδύστυχου
    αιτιατική τον τετραδύστυχο την τετραδύστυχη το τετραδύστυχο
     κλητική τετραδύστυχε τετραδύστυχη τετραδύστυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραδύστυχοι οι τετραδύστυχες τα τετραδύστυχα
      γενική των τετραδύστυχων των τετραδύστυχων των τετραδύστυχων
    αιτιατική τους τετραδύστυχους τις τετραδύστυχες τα τετραδύστυχα
     κλητική τετραδύστυχοι τετραδύστυχες τετραδύστυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραδύστυχος < επιτατικό επίθημα τετρα- + δύστυχος

Επίθετο[επεξεργασία]

τετραδύστυχος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.