Μετάβαση στο περιεχόμενο

τετραετής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραετής η τετραετής το τετραετές
      γενική του τετραετούς* της τετραετούς του τετραετούς
    αιτιατική τον τετραετή την τετραετή το τετραετές
     κλητική τετραετή(ς) τετραετής τετραετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραετείς οι τετραετείς τα τετραετή
      γενική των τετραετών των τετραετών των τετραετών
    αιτιατική τους τετραετείς τις τετραετείς τα τετραετή
     κλητική τετραετείς τετραετείς τετραετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τετραετής < τετρα- + -ετής

Επίθετο

[επεξεργασία]

τετραετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί τέσσερα έτη
    τετραετής πόλεμος, τετραετές συμβόλαιο
  2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]