τετραζίνες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραζίνες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραζίνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (χημεία) συνοπτική ονομασία χημικών ενώσεων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραζίνες
|