τετραζόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραζόλιο ουδέτερο
- (χημεία): αζωτούχα οργανική χημική ένωση που παρασκευάζεται από το υδραζωτικό οξύ υπό την επίδραση υδροκυανίου
- το τετραζόλιο και παράγωγά του χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και παραγωγή χρωμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραζόλιο
|