τετραζόλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραζόλιο τα τετραζόλια
      γενική του τετραζολίου
τετραζόλιου
των τετραζολίων
    αιτιατική το τετραζόλιο τα τετραζόλια
     κλητική τετραζόλιο τετραζόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραζόλιο < τετρα- + αζωτο + -όλη + -ιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραζόλιο ουδέτερο

  1. (χημεία): αζωτούχα οργανική χημική ένωση που παρασκευάζεται από το υδραζωτικό οξύ υπό την επίδραση υδροκυανίου
    το τετραζόλιο και παράγωγά του χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και παραγωγή χρωμάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]