τετραλίνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραλίνιο ουδέτερο
- (χημεία): υγρή οργανική ουσία, υδρογονάνθρακας, με μοριακό τύπο C10H12, που παράγεται από το ναφθαλίνιο με καταλυτική υδρογόνωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραλίνιο
|