τετραλίνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραλίνιο τα τετραλίνια
      γενική του τετραλινίου
τετραλίνιου
των τετραλινίων
    αιτιατική το τετραλίνιο τα τετραλίνια
     κλητική τετραλίνιο τετραλίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραλίνιο < αγγλική tetralin

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραλίνιο ουδέτερο

  1. (χημεία): υγρή οργανική ουσία, υδρογονάνθρακας, με μοριακό τύπο C10H12, που παράγεται από το ναφθαλίνιο με καταλυτική υδρογόνωση
    το τετραλίνιο χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης και ως καύσιμο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]