τετραμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραμίνη < τετρα- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική tetramine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραμίνη θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται τέσσερις αμινομάδες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραμίνη
|