τετρανιτρομεθυλανιλίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετρανιτρομεθυλανιλίνη < τετρα- + νιτρομεθυλανιλίνη ή αζωτομεθυλανιλίνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετρανιτρομεθυλανιλίνη θηλυκό,
- (χημεία): χημική ένωση τετρανιτρωμένης αζωτομεθυλανιλίνης, πρόκειται για εκρηκτική ουσία περισσότερο γνωστή με το όνομα τετρύλη
- νιτρωμένη διμεθυλανιλίνη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετρανιτρομεθυλανιλίνη
|