τετραπέρατα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραπέρατα < τετρα- + πέρατα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραπέρατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα τέσσερα άκρα του κόσμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τετραπέρατα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τετραπέρατος