τετραρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραρχία < αρχαία ελληνική τετραρχία[1] (παλιότερη λέξη από το τετράρχης). Συγχρονικά αναλύεται σε τετρ- + -αρχία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.tɾaɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐τραρ‐χί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραρχία θηλυκό
- (ιστορία, πολιτική, στην αρχαιότητα) σύστημα διοίκησης με χώρα ή τόπο διαιρεμένο σε τέσσερα μέρη ή επαρχίες με ξεχωριστή διοίκηση
- (ιστορία) σύστημα διακυβέρνησης που δημιουργήθηκε από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Διοκλητιανό, με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε τέσσερις επαρχίες ή τετραρχίες
- το καθένα από τα τέσσερα μέρη της τετραρχίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραρχία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τετραρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρχία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)