τετραφθορομαγγάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραφθορομαγγάνιο < τετραφθορο- + μαγγάνιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραφθορομαγγάνιο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο του μαγγανίου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραφθοριούχο μαγγάνιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- τετραφθοριωμένο μαγγάνιο
- τετραφθόριο του μαγγανίου
- τετραφθορίδιο του μαγγανίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραφθορομαγγάνιο
|