τετραχλωρίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραχλωρίωση οι τετραχλωριώσεις
      γενική της τετραχλωρίωσης* των τετραχλωριώσεων
    αιτιατική την τετραχλωρίωση τις τετραχλωριώσεις
     κλητική τετραχλωρίωση τετραχλωριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τετραχλωριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραχλωρίωση < τετρα- + χλωρίωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραχλωρίωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]