τετραχλωροναφθαλίνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραχλωροναφθαλίνιο < τετρα- + χλωρο- + ναφθαλίνιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραχλωροναφθαλίνιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο του ναφθαλινίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραχλωροναφθαλίνιο
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χλωρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)