τετραχρονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραχρονώ < τετρα- + χρόνος + < αρχαία ελληνική τετραχρονέω

Ρήμα[επεξεργασία]

τετραχρονώ

  1. περιλαμβάνω τέσσερις χρόνους
  2. ενεργώ σε τέσσερις χρόνους (περιόδους}

Μεταφράσεις[επεξεργασία]