τετραώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετραώνυμος, -η, -ο
- αυτός που έχει, ή φέρεται με τέσσερις επωνυμίες
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ό όρος αναφέρεται περισσότερο για τη Σελήνη κατά τις φάσεις της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραώνυμος
|