τευτλοπαραγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τευτλοπαραγωγός < τεύτλο + -ο- + παραγωγός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τευτλοπαραγωγός οι τευτλοπαραγωγοί
      γενική του/της τευτλοπαραγωγού των τευτλοπαραγωγών
    αιτιατική τον/την τευτλοπαραγωγό τους/τις τευτλοπαραγωγούς
     κλητική τευτλοπαραγωγέ τευτλοπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τευτλοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) ο άνθρωπος που παράγει τεύτλα
    Στην Ελασσόνα η τοπική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών παράγει δοκιμαστικά βιοντίζελ από ελαιοκράμβη που καλλιεργούν οι αγρότες της περιοχής εγκαταλείποντας άλλες καλλιέργειες, που πλέον δεν επιδοτούνται σημαντικά, ενώ στον Έβρο έχει ξεκινήσει η δοκιμαστική παραγωγή καυσίμων από τεύτλα, από τους ίδιους τους τευτλοπαραγωγούς σε συνεργασία με ιδιώτες. (*)

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η τευτλοπαραγωγός το τευτλοπαραγωγό
      γενική του/της τευτλοπαραγωγού του τευτλοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την τευτλοπαραγωγό το τευτλοπαραγωγό
     κλητική τευτλοπαραγωγέ τευτλοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τευτλοπαραγωγοί τα τευτλοπαραγωγά
      γενική των τευτλοπαραγωγών των τευτλοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις τευτλοπαραγωγούς τα τευτλοπαραγωγά
     κλητική τευτλοπαραγωγοί τευτλοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τευτλοπαραγωγός, -ος, -ο

  • που παράγει τεύτλα
    ※  προέρχομαι από μια περιφέρεια η οποία ήταν τευτλοπαραγωγός περιοχή και με την πάροδο των χρόνων αυτό άλλαξε. (Ελληνικό Κοινοβούλιο, ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΑ΄, 13 Μαΐου 2015 [1])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]