τεχνοκριτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τέχνη, κριτική

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεχνοκριτική θηλυκό

  • η ενασχόληση (επαγγελματική ή μη) με την κρίση και τον σχολιασμό έργων τέχνης

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τεχνοκριτική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]