τεχνουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεχνουργία < ελληνιστική κοινή τεχνουργία < αρχαία ελληνική τέχνη ν ἔργον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεχνουργία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τεχνουργώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεχνουργία
|