τεύτλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεύτλο | τα | τεύτλα |
γενική | του | τεύτλου | των | τεύτλων |
αιτιατική | το | τεύτλο | τα | τεύτλα |
κλητική | τεύτλο | τεύτλα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεύτλο < αρχαία ελληνική τεῦτλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεύτλο ουδέτερο
- γένος εδώδιμων, ποωδών φυτών, όπως το ζαχαρότευτλο, το σέσκουλο, το παντζάρι ή κοκκινογούλι κ.ά.
- Στην Ελασσόνα η τοπική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών παράγει δοκιμαστικά βιοντίζελ από ελαιοκράμβη που καλλιεργούν οι αγρότες της περιοχής εγκαταλείποντας άλλες καλλιέργειες, που πλέον δεν επιδοτούνται σημαντικά, ενώ στον Έβρο έχει ξεκινήσει η δοκιμαστική παραγωγή καυσίμων από τεύτλα, από τους ίδιους τους τευτλοπαραγωγούς σε συνεργασία με ιδιώτες. (*)