τζάκετ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζάκετ < αγγλική jacket < μέση γαλλική jacquet < παλαιά γαλλικά jaque
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζάκετ ουδέτερο άκλιτο