τζάμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζάμι | τα | τζάμια |
γενική | του | τζαμιού | των | τζαμιών |
αιτιατική | το | τζάμι | τα | τζάμια |
κλητική | τζάμι | τζάμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cam < περσική جام (jâm)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈd͡za.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζά‐μι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζάμι ουδέτερο
- λεπτή διαφανής ή ημιδιαφανής πλάκα από γυαλί ή άλλο παρεμφερές υλικό που τοποθετείται σε ανοίγματα (πόρτες ή παράθυρα)
- (αργκό) κάτι που ολοκληρώθηκε κατά τρόπο άψογο
- η δουλειά έγινε τζάμι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)