τζάνεμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τζόγια μου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζάνεμ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την τουρκική canım (ψυχή μου) < can (ψυχή). Η απόδοση του ιδιαίτερου φθόγου ɯ ( ), γράμμα ⟨ı⟩, στα ελληνικά, ή με [e] (τζάνεμ) ή με [u] (τζάνουμ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈd͡za.nem/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζά‐νεμ

Επιφώνημα[επεξεργασία]

τζάνεμ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]