τζίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τζιν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζίνι τα τζίνια
      γενική του τζινιού των τζινιών
    αιτιατική το τζίνι τα τζίνια
     κλητική τζίνι τζίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cin < αραβική جِنّ (jinn) < جِنِّيّ (jinniyy) < جن (junnī) < ρίζα ج ن ن (j-n-n)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈd͡zi.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζίνι ουδέτερο

  1. (μυθολογία) υπερφυσικό πνεύμα, υποδεέστερο των αγγέλων, με την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε οποιοδήποτε ζώο ή άνθρωπο
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) (οικείο) πανέξυπνος, ικανότατος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]