τζαζεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
τζαζεμένος -η, -ο
- (αργκό) που έχει τζαζέψει, που τον χαρακτηρίζει η αλλοφροσύνη· που είναι αλλόκοτος, ανισόρροπος, περίεργος
- ※ [Λητώ Βογιατζόγλου:] […] διαφωνώ όταν μου λένε για κάποιον ότι είναι “τζαζεμένος”, δηλαδή αλλόκοτος, περίεργος. Τους λέω ότι η τζαζ δεν είναι είναι κάτι τέτοιο». Όντως, η τζαζ είναι μια άλλου τύπου τρέλα (όπως παρατίθεται στο άρθρο του Ηλία Μαγκλίνη «Αυτοσχεδιαστική τζαζ», εφ. Η Καθημερινή (8 Μαΐου 2009)· πρόσβαση: 2019-10-06).
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- εικάζεται ότι η λέξη προήλθε από το γεγονός πως στα αυτιά ορισμένων οι αυτοσχεδιασμοί της τζαζ μουσικής ακούγονταν αλλόκοτοι, οπότε και οι μουσικοί που τους έπαιζαν είχαν μια δόση «τρέλας»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαζεμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μένος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)