τζαμένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τζαμένιος η τζαμένια το τζαμένιο
      γενική του τζαμένιου της τζαμένιας του τζαμένιου
    αιτιατική τον τζαμένιο την τζαμένια το τζαμένιο
     κλητική τζαμένιε τζαμένια τζαμένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τζαμένιοι οι τζαμένιες τα τζαμένια
      γενική των τζαμένιων των τζαμένιων των τζαμένιων
    αιτιατική τους τζαμένιους τις τζαμένιες τα τζαμένια
     κλητική τζαμένιοι τζαμένιες τζαμένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαμένιος < τζάμ(ι) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /d͡zaˈme.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζα‐μέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

τζαμένιος

  • που αποτελείται κυρίως από τζάμι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]