τζαμαϊκανά κρεολικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζαμαϊκανά κρεολικά < → δείτε τις λέξεις τζαμαϊκανός και κρεολικός, (ουσιαστικοποιημένο)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
τζαμαϊκανά κρεολικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) δυτικοαφρικανή γλώσσα με βάση τα αγγλικά που μιλιέται στη Τζαμάικα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη Τζαμάικα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κωδικός: jam
-
Jamaican Patois στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαμαϊκανά κρεολικά