τζαμλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζαμλίκι | τα | τζαμλίκια |
γενική | του | τζαμλικιού | των | τζαμλικιών |
αιτιατική | το | τζαμλίκι | τα | τζαμλίκια |
κλητική | τζαμλίκι | τζαμλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζαμλίκι ουδέτερο
- κάσωμα στο οποίο στερεώνονται οι υαλοπίνακες (τα τζάμια)
- χώρισμα / τοίχος / διάφραγμα φτιαγμένο από τζάμι / υαλοστάσιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαμλίκι
|