τζαμλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζαμλίκι τα τζαμλίκια
      γενική του τζαμλικιού των τζαμλικιών
    αιτιατική το τζαμλίκι τα τζαμλίκια
     κλητική τζαμλίκι τζαμλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαμλίκι < τζάμι + -λίκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζαμλίκι ουδέτερο

  1. κάσωμα στο οποίο στερεώνονται οι υαλοπίνακες (τα τζάμια)
  2. χώρισμα / τοίχος / διάφραγμα φτιαγμένο από τζάμι / υαλοστάσιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]