τζαμπάζης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζαμπάζης οι τζαμπάζηδες
      γενική του τζαμπάζη των τζαμπάζηδων
    αιτιατική τον τζαμπάζη τους τζαμπάζηδες
     κλητική τζαμπάζη τζαμπάζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαμπάζης < περσικής προέλευσης[1] λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζαμπάζης αρσενικό

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) μεταπωλητής αλόγων, μουλαριών και γαϊδουριών[1]
  2. (παρωχημένο, επάγγελμα) ακροβάτης, σχοινοβάτης[2]
  3. (παρωχημένο, επάγγελμα) θηριοδαμαστής[3]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος 31, 1995, σελ. 220
  2. Γιάκωβος Σ Διζικιρίκης, Να ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας: δοκίμιο για την απαλλαγή της νεοελληνικής από τις λέξεις που έχουνε τούρκικη προέλευση, εκδ. Άγκυρα, 1975, σελ. 67
  3. Γεώργιος Δ. Παπαιωάννου, Θησαυρός λέξεων, λεξικό της δημοτικής, τόμος 2, σελ 85, 1979

Μεταφράσεις[επεξεργασία]