τζεκίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζεκίνι | τα | τζεκίνια |
γενική | του | τζεκινιού | των | τζεκινιών |
αιτιατική | το | τζεκίνι | τα | τζεκίνια |
κλητική | τζεκίνι | τζεκίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζεκίνι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη τσεκίνι