τζεμάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζεμάλι | τα | τζεμάλια |
γενική | του | τζεμαλιού | των | τζεμαλιών |
αιτιατική | το | τζεμάλι | τα | τζεμάλια |
κλητική | τζεμάλι | τζεμάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζεμάλι < τουρκική cemal (ομορφιά, κάλλος) < αραβική جمال (jamāl, ομορφιά) < جمل (jamula, ομορφαίνω) < ρίζα ج م ل (j-m-l)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζεμάλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του τζιμάνι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζεμάλι
|