τζιαντούγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζιαντούγια | οι | τζιαντούγιες |
γενική | της | τζιαντούγιας | — | |
αιτιατική | την | τζιαντούγια | τις | τζιαντούγιες |
κλητική | τζιαντούγια | τζιαντούγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζιαντούγια < (άμεσο δάνειο) ιταλική gianduia < Gianduia (Τζαντούγια), χαρακτήρας της commedia dell'arte < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d͡zʝanˈdu.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζιαν‐τού‐για
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιαντούγια θηλυκό
- (γλυκό) παρασκεύασμα σοκολάτας από το Πεδεμόντιο που περιέχει πάστα φουντουκιού
- ※ Στο τέλος, για επιδόρπιο σας περιμένουν, δυο χειροποίητα γλυκά: μια lemon cream με φύλλο κρούστας και σάλτσα κόκκινων φρούτων, ή μια μπάρα σοκολάτας τζιαντούγιας σε βάση μπισκότου.
- {...}: Casual ψαροφαγία στο μοντέρνο μεζεδοπωλείο στη Νίκης, bovary.gr, 1 Απριλίου 2019
- ※ Στο τέλος, για επιδόρπιο σας περιμένουν, δυο χειροποίητα γλυκά: μια lemon cream με φύλλο κρούστας και σάλτσα κόκκινων φρούτων, ή μια μπάρα σοκολάτας τζιαντούγιας σε βάση μπισκότου.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ονόματα χαρακτήρων (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)