τζιαντούγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιαντούγια οι τζιαντούγιες
      γενική της τζιαντούγιας
    αιτιατική την τζιαντούγια τις τζιαντούγιες
     κλητική τζιαντούγια τζιαντούγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπάρες τζιαντούγιας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζιαντούγια < (άμεσο δάνειο) ιταλική gianduia < Gianduia (Τζαντούγια), χαρακτήρας της commedia dell'arte < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /d͡zʝanˈdu.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζιαν‐τού‐για

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιαντούγια θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]