τζιγεροσαρμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιγεροσαρμάς αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαρμάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζιγεροσαρμάς
|