τζιγιέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιγιέρι | τα | τζιγιέρια |
γενική | του | τζιγιεριού | των | τζιγιεριών |
αιτιατική | το | τζιγιέρι | τα | τζιγιέρια |
κλητική | τζιγιέρι | τζιγιέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡zi.ˈʝe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζι‐γέ‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζιγιέρι ουδέτερο
- (ανατομία, ιδιωματικό, παρωχημένο, προσφώνηση, μεταφορικά) άλλη μορφή του τζιέρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζιγιέρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)