τζιχαντιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιχαντιστής αρσενικό
- (ισλαμισμός) μουσουλμάνος που επιδιώκει τη τζιχάντ
- (συνεκδοχικά) φανατικός, εξτρεμιστής ή φονταμενταλιστής μουσουλμάνος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τζιχάντ