τζοβαϊρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τζοβαϊρικά | ||
γενική | των | τζοβαϊρικών | ||
αιτιατική | τα | τζοβαϊρικά | ||
κλητική | τζοβαϊρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζοβαϊρικά < πληθυντικός αριθμός του τζοβαϊρικό < τζοβαΐρι < οθωμανική τουρκική جوهر (cevahir) < αραβική جواهر (jawāhir) < περσική گوهر (gowhar)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζοβαϊρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) τα κοσμήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζοβαϊρικά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)